- κακοδουλος
- κακόδουλοςκᾰκό-δουλοςὅ дурной раб Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κακόδουλος — κακόδουλος, ὁ (Α) 1. αυτός που συμπεριφερόταν άσχημα στους δούλους του 2. ο κακός δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δουλος (< δοῦλος), πρβλ. ιερό δουλος, παλαιό δουλος] … Dictionary of Greek
κακόδουλος — ill treating one s slaves masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόδουλοι — κακόδουλος ill treating one s slaves masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόδουλον — κακόδουλος ill treating one s slaves masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδουλία — κακοδουλία, ἡ (Α) [κακόδουλος] η κακία τών δούλων … Dictionary of Greek